- πολύκτιτος
- πολύ-κτῐτος, ον, ([etym.] κτίζω)A building much, Orph.H.10.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύκτιτος — ον, Α αυτός που κτίζει, που κατασκευάζει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτιτος, ρηματ. επί θ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (< κτίζω), πρβλ. νεό κτιτος] … Dictionary of Greek
πολύκτιτε — πολύκτιτος building much masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)